Новогреческий словарь
αναρρηγνύω
αναρρηγνύω
(αόρ. ανέρρηξα, παθ. αόρ. ανερράγην)
разбивать, раскалывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разбивать
? —
αναρρηγνύω
как на
(ново)греческом
будет слово
раскалывать
? —
αναρρηγνύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναρρηγνύω
? — разбивать, раскалывать
#
(ново)греческий словарь
—
αρχειοθήκη
—
οκταπλούς
—
ύδρευση
—
πεύκο
—
κιρροειδής
—
φιόρντ
—
κινδυνολογία
—
ευμετάβλητος
—
μετανάστις
—
αλευροποίηση
—
λεγεών
—
δουλεμπορία
—
γραικός
—
ψωρικό
—
φουσκαλιάζω
—
καπιταλιστικά
—
αθυρματοποιία
—
δανεισμός
—
τζίγκος
—
ανάμεσος
—
σήμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве