|
ο осёл, нахал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осёл? — γαϊδουράνθρωπος как на (ново)греческом будет слово нахал? — γαϊδουράνθρωπος как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουράνθρωπος? — осёл, нахал — σκούτερ — φυτάδι — εφορμώ — ηλεκτροδυναμόμετρο — γαριδομάτης — προγονολατρεία — πλέγμα — ηλεκτροπτική — πρόωση — ταπέτο — σατυρίαση — αφιλάδελφος — επιρράπτω — ηγούμαι — ενενηκονταετία — πεισμονή — ταυτότητα — φαμελίτης — τρυγόνα — επιτυχαίνω — ηλεκτρομετολλουργία |
|||