|
η 1) скоропись; 2) стенография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скоропись? — ταχυγραφία как на (ново)греческом будет слово стенография? — ταχυγραφία как с (ново)греческого переводится слово ταχυγραφία? — скоропись, стенография — αγκωνή — τσιφλίκι — υίόθετος — απορριμματοφόρο — κογχάριο — κυτταρολογία — βαρομετρογράφος — αγόγγυστος — σχοινοτενής — μυγοχάφτης — εξελεγκτέος — αποκαθαρτήρας — ευκολόβραστος — καρδιά — σβήνω — αμέρωτος — σπουδαιοφάνεια — εκπήδημα — άρρητος — σπουδαστήριο — αδρώς |
|||