κουρεμένος

формы словаβ
κουρεμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κουρεμένος? —


εύκαιροςβρωμόνεροαστήριχτοςαλγησιςαχαμναίνωεχθρικότηταεμφάνισηδιοργανωτήςαφίλητοςβραδιάζονταςμεταξοβιομηχανικόςχοντρομπακάληςθαμποφέγγωδιαφέντεψηεπάγομαιτέρετρονπυρπολημένοςεξατμιστόςδωροληψίασταυρώνωακλάδευτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit