|
ο бот. лотос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лотос? — λωτός как с (ново)греческого переводится слово λωτός? — лотос — τυμβωρύχος — ντρίλλι — ταυτολογώ — ευκινησία — ανθρωποκυνήγι — παραβράζω — μήλειος — ανθρακοπώλης — αναρρόφηση — φυσαλίδα — σκληρόφλουδος — αιτούσα — αηδονολαλώ — εμφράττω — αχθοφόρος — μακροήμερος — μελομακάρονο — ευφημιστικά — αδίσταχτος — συντεχνίτης — κριθαρόσουπα |
|||