|
сахарный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сахарный? — σακχάρινος как с (ново)греческого переводится слово σακχάρινος? — сахарный — ένεση — έμβασις — γελαδοβοσκός — χαβούτσι — διακλήρωσις — ακάθιστος — πετεινοκαύκαλος — βόνασος — βατράχι — ξενόφοβος — χούφτωμα — μελανότητα — φιαλοειδής — αλάνθαστα — ανάρια — εμβρυουλκός — ειδική — βαλτονερουλιάζω — αρειμανίως — επίρρευμα — ζόρι |
|||