Новогреческий словарь
ακίνδυνο
ακίνδυνο
το
безопасность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безопасность
? —
ακίνδυνο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακίνδυνο
? — безопасность
#
(ново)греческий словарь
—
αξανέμητος
—
γεωκτήμων
—
ακαλάμωτος
—
γενικευτικός
—
αυτοπροαίρετος
—
αυτοκατηγορία
—
μύλος
—
λιμοκτονώ
—
μακιαβελλικός
—
τριτογενής
—
βραδύνους
—
λαχανίδο
—
στραγάλια
—
κακόψυχος
—
πετεηνά
—
απειλώ
—
προσδοκώ
—
πολύξερος
—
αυθάδικος
—
ανάφαλο
—
παννικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве