|
η 1) грейпфрут; 2) краснощёкая девушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грейпфрут? — φράππα как на (ново)греческом будет слово краснощёкая девушка? — φράππα как с (ново)греческого переводится слово φράππα? — грейпфрут, краснощёкая девушка — στερεότυπο — καλύτερος — καυσαέριο — γιούσουρ — καταπλήττω — διακοσμητής — μεσαπηλιώτης — κατακεφαλιά — κολάϊ — επιχειρώ — μεταλλάζω — γαλατάς — αίλουρος — αδιάπτωτος — αλκή — σαπωνοποίηση — Βένετοι — δακτυλογράφηση — ακυοφόρητος — αεροδυναμικός — σκαιότης |
|||