|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πεδούκλωμα? — — αλαταποθηκάρνος — έριο — ελεφαντοκόκαλο — αγγείον — Ιταλίς — λίπωμα — αράπω — οργώνω — παρακεί — υπέρυθρος — γιώνω — καμπή — εγκαταλελειμμένος — πύραυνος — άμαχος — λιπομαρτυρία — στουφλέκα — λεπτοκαμωμένος — ζουμιάζω — αυγοβολώ — ανδριάντας |
|||