Новогреческий словарь
πηγάδι
πηγάδι
το 1)
колодец
;
2)
скважина
;
τό ~ εξόρυξης — буровая скважина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колодец
? —
πηγάδι
как на
(ново)греческом
будет слово
скважина
? —
πηγάδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πηγάδι
? — колодец, скважина
#
(ново)греческий словарь
—
μονώροφος
—
φτεροκόπημα
—
Κρητικός
—
πλαισίωση
—
εξελιξικρατία
—
σχέδιο
—
εσωστρεφής
—
κυανωπός
—
καταβαίνω
—
ξεστάχυασμα
—
τρίξιμο
—
χοντρογυναίκα
—
κηδεμονεύω
—
νυχτώνει
—
πατριαρχεύω
—
αρχιγονία
—
σεκλέτισμα
—
σαγονιά
—
κομίστρια
—
αμυλοποιείο
—
μακρόσκιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве