|
το 1) колодец; 2) скважина; τό ~ εξόρυξης — буровая скважина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колодец? — πηγάδι как на (ново)греческом будет слово скважина? — πηγάδι как с (ново)греческого переводится слово πηγάδι? — колодец, скважина — θητεία — ηρώο — πελαργοφωλιά — μελισσόχορτο — υποβιβασμός — οχύρωμα — ανασκελώνω — ακαλάμιαστος — γκαρύζω — γενειοφόρος — ψωροβότανο — εξουδετερώνω — ασήκικος — ιδρωτικός — ουρανοβατώ — ανεπίπλαστος — αφιλοπατρία — μορταδέλλα — συγκλονισμός — ευχώνευτος — εθιστικός |
|||