|
(-ωνος) ο 1) борода; 2) подбородок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово борода? — πώγων как на (ново)греческом будет слово подбородок? — πώγων как с (ново)греческого переводится слово πώγων? — борода, подбородок — ματοκύλισμα — μπουχός — μαγνητόφωνο — μεγεθυντικό — διακόνι — εξεχόντως — μαργιόλεμα — βρακώνομαι — φωνίτσα — υψαύχην — απαλλαγή — μαστορικά — ημισκιά — σύντομα — καταφυγή — δακτυλογραφικός — όνειος — διακινδυνεύω — γυναικολογία — ιοντόσφαιρα — πλακωτός |
|||