|
η древняя старуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древняя старуха? — μουστόγρια как с (ново)греческого переводится слово μουστόγρια? — древняя старуха — κορεατικός — νομάτοι — κρεατόχρους — πριχού — γαλανότης — ξεσπίτωμα — ρεύομαι — ζόρεμα — φυγομαχώ — ανατριβή — αραμπαδόξιλο — συμπαράσταση — γρικάω — αρνησίθεος — μεροληπτικός — χασμουριάρης — χούλιγκαν — εμβρυοκτόνος — μοιραίο — διατακτικό — αστρονόμος |
|||