|
το прям., перен. облако, туча; ~ κονιορτού — облако пыли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облако? — νέφος как на (ново)греческом будет слово туча? — νέφος как с (ново)греческого переводится слово νέφος? — облако, туча — χιλιόμετρο — γενική — δισέγγονος — κοντολογής — γκόσσισμα — φωνασκώ — αμέθοδος — δοκιμαστικός — κεραυνοβόληση — φρεγάτα — βροντοβολώ — εκδήλωση — ανδρίζομαι — κρεατικός — λαϊκή — μισο- — οδοντοκοίλωμα — επίπλους — διαγέρνω — αυστηρός — Σμαράγδα |
|||