|
το парикмахерская #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парикмахерская? — μπαρμπεριό как с (ново)греческого переводится слово μπαρμπεριό? — парикмахерская — φαυλότητα — ανυποστήρικτος — ελασματοποίηση — βαττόμετρο — γλυκαρμενίζω — γλαύκωμα — ζαχαροπλαστική — μαντζαφλάρι — μάγεύμα — βοτάνιασμα — διελκυστίνδα — βραδινή — τεσσεράμισι — καλογέννητη — φτωχόπαιδο — κρυσταλλοδίοδος — μαλαχτικός — εφέντης — ακουστικό — ανάρρους — γλαφυρά |
|||