|
осиротелый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осиротелый? — ορφανεμένος как с (ново)греческого переводится слово ορφανεμένος? — осиротелый — αξεπλέρωτος — καταλέγω — λοξός — ντελίριο — δαφνοφόρος — σκηνοθεσία — αχρήστωση — πεντακοσάρικο — ισούψής — σπληνιάρης — σεισοπυγίς — επόμενο — θυρωρείο — είνε — οφικιάλιος — υποτροπικός — υποξείδιο — ψυχοδυναμικός — εμπυούμαι — αλλοπαθητικά — πτητικότητα |
|||