Новогреческий словарь
αντίσκηνο
αντίσκηνο
το 1)
плащ-палатка
;
2)
палатка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плащ-палатка
? —
αντίσκηνο
как на
(ново)греческом
будет слово
палатка
? —
αντίσκηνο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντίσκηνο
? — плащ-палатка, палатка
#
(ново)греческий словарь
—
Ικάρων Σχολή
—
ρύπασμα
—
αυτοσυγκράτηση
—
αγγαρεία
—
σχίση
—
εδαφοστρωτήρας
—
δωδεκαπλάσιος
—
αποχρέμπτομαι
—
μύρο
—
σταφιδέμπορος
—
αψύλλιαστος
—
μελισταγής
—
Ρωσία
—
ακυκλοφόρητος
—
δυσαπάλλακτος
—
αηδής
—
νωπός
—
μανδήλιον
—
αργυρολάτρης
—
παρακολούθηση
—
γαλβάνιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,