|
фу (при досаде, отвращении, облегчении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фу? — ούφ как с (ново)греческого переводится слово ούφ? — фу — μονοκότυλος — υπονοώ — ιδίωμα — καβαλλικεύομαι — ασπροσίτικος — κοινωμάτιον — τσοπαναριό — εκτονώνω — επίπλαση — λόγια — θεωρούμαι — πράξη — θριαμβικός — ανακεφαλαιώνω — επιών — ακρύσταλλος — σπόρκα — ταπεινόφρων — αχυρόχαρτο — υποβλέπω — φτωχεύω |
|||