|
η фундук (орешник) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фундук? — φουντουκιά как с (ново)греческого переводится слово φουντουκιά? — фундук — φασισταράς — μεσάνυχτα — μεσόφωνος — εξορμος — αινιγματώδης — λαρυγγόσπασμος — εσώψυχα — ανθυποπλοίαρχος — διχασμός — Λονδίνο — πεπιεσμένος — άβαλτος — τάϊσμα — εκμύζηση — σάχης — στάθμιση — τοποθεσία — ημιδιμοιρία — ξεκάρδισμα — βωμολοχία — καθεκλοποιία |
|||