γνέψιμο

формы словаβ
γνέψιμο
το знак (головой, глазами, рукой); жест



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово знак? — γνέψιμο
как на (ново)греческом будет слово жест? — γνέψιμο
как с (ново)греческого переводится слово γνέψιμο? — знак, жест


υπομάσχαλοςθερμομονωτικόςπεριτονίτιδααρέσκωαπλοχωριάξεροσφύριδύσνουςχουμανισμόςγρυμαίατεκταίνομαιπάταγοςγλυκοθώρημααλοχημείαεξακοσιετηρίδααδενικόςχειραφετημένοςλογοτέχνημαπροκαταβολικώςφαιδρότηταευθυμογραφίαμπεζερίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit