|
το знак (головой, глазами, рукой); жест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знак? — γνέψιμο как на (ново)греческом будет слово жест? — γνέψιμο как с (ново)греческого переводится слово γνέψιμο? — знак, жест — υπομάσχαλος — θερμομονωτικός — περιτονίτιδα — αρέσκω — απλοχωριά — ξεροσφύρι — δύσνους — χουμανισμός — γρυμαία — τεκταίνομαι — πάταγος — γλυκοθώρημα — αλοχημεία — εξακοσιετηρίδα — αδενικός — χειραφετημένος — λογοτέχνημα — προκαταβολικώς — φαιδρότητα — ευθυμογραφία — μπεζερίζω |
|||