|
первая часть сложных слов, означ. 1) большое количество, большой размер: πολύανδρος ; 2) многократность: πολυνίκης #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολυ-? — — γατσιομαλλιάζω — σελιδοποιώ — κουμπαριάζω — δημωφελής — αδιαλόγιστος — ειρηνική — περιάγω — ελεγείο — ρετάλια — γκιούλαϊ — ξινό — σαρκώδης — δριμύοσμος — ψένω — εκλαμβάνω — αυτόνομα — παρασκευή — ψυχορράγημα — γυμνοκώλης — ξεφόρτωμα — καθηκοντολογία |
|||