|
το кедр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кедр? — κεδρί как с (ново)греческого переводится слово κεδρί? — кедр — τσέρι — προτεραίος — υδροποτώ — ξεπάτωμα — γουρουνόπετσα — μουνοπλημμύρα — άριεμα — αγριότοπος — αναγορεύσιμος — γκαβά — συνοικισμός — ψιθύρισμα — κατάχλωμός — αποφορά — υπερπέραν — υψόθεν — εμμετρωπία — συμβατικός — θωρηκτός — αυτεπάγγελτα — σατανιστικός |
|||