Новогреческий словарь
χρονικογράφος
χρονικογράφ|ος
ο 1)
хроникёр
;
2) ист.
летописец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хроникёр
? —
χρονικογράφος
как на
(ново)греческом
будет слово
летописец
? —
χρονικογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρονικογράφος
? — хроникёр, летописец
#
(ново)греческий словарь
—
καζουϊστική
—
αρχισυμμορίτης
—
ξεμούχλιασμα
—
κεντίζω
—
τεκμηριωμένος
—
βάναυσα
—
τροπαιούχος
—
σκάνδαλο
—
τσουγκράνα
—
αναχωνεύω
—
εργοδότρια
—
συσσιτιάρχης
—
ιχθυαγορά
—
πετούμενο
—
ανισόπεδος
—
πτελέα
—
εδωκάτω
—
μαχαιρώνω
—
ανεδαφικότητα
—
αγριελαία
—
κατάδηλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве