|
окружённый ореолом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окружённый ореолом? — φωτοστεφανωμένος как с (ново)греческого переводится слово φωτοστεφανωμένος? — окружённый ореолом — ελλοβός — μερτικό — πεταχτά — αλλοδαπή — πατάρι — ερεβινθώδης — κοχιάζω — δέκα — πρότακτος — προασπίζω — εξωνημένος — αλάργεψη — ντοματόζουμο — διάφανος — σουβλατζής — κερόπιττα — χαμαιπετής — υπόνοια — διαθλώ — στραγαλατζίδικο — κατάλληλα |
|||