Новогреческий словарь
αστοτσιφλικάδικος
αστοτσιφλικάδικ|ος
буржуазно-помещичий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
буржуазно-помещичий
? —
αστοτσιφλικάδικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αστοτσιφλικάδικος
? — буржуазно-помещичий
#
(ново)греческий словарь
—
παράπονο
—
κρανοφόρος
—
ακροβολίζομαι
—
τρελαίνω
—
άκλωνος
—
βελούδινος
—
εξαλβανίζω
—
προγράφω
—
αντιφεμινισμός
—
ξεθεμελιώνω
—
ξεγύμνωτος
—
στυφός
—
ακοντίζω
—
ερυθρόξανθος
—
ξυλοδεσία
—
αποβουτυρωμένος
—
επικοπίς
—
τεσσερισήμισι
—
οκτάωρος
—
σπουδαίος
—
υπηρετομεσίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве