|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ομόψυχος? — — μεσοκαιρίτισσα — προφητάναξ — δρύ — διόραμα — αεικύμαντος — οισοφαγικός — επιπλωτήρ — νηπιάζω — ευθηναίνω — σαξοφωνίστρια — πετσοκοφτώ — μπακαλιάρος — χάραγμα — επιστήμη — αμνησικακώ — συρρικνούμαι — εντατικοποιώ — αλατοπίπερο — συνδιαιτωμαι — αδιακανόνιστος — εκγυμνάζω |
|||