Новогреческий словарь
βελτιωτικός
βελτιωτικός
улучшающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
улучшающий
? —
βελτιωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βελτιωτικός
? — улучшающий
#
(ново)греческий словарь
—
νεκροκρέββατο
—
απονομή
—
θέμιδα
—
οντότητα
—
ανομοιογενής
—
κλιμακωτός
—
εκγαλλισμός
—
βρίξιμο
—
κοπίδι
—
ισορρόπηση
—
μπαρμπουνοφάσουλο
—
ανάπαρτος
—
ποτό
—
φιναλίστ
—
φρυγείο
—
τελειοθηρία
—
πότημα
—
αναμοιομορφία
—
τσίμπλα
—
ξαναβρίσκω
—
ημείς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве