|
улучшающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улучшающий? — βελτιωτικός как с (ново)греческого переводится слово βελτιωτικός? — улучшающий — λασποτόπι — εύφρων — έστωντας — γκιουλές — αρμάτωμα — εκχωρητήριον — παγιδεύω — ζουζούνα — ιματιοφυλάκιο — αλαλομάρα — ευθυμολόγος — αναζομώ — αγελαδοβοσκός — αυτοκινητοδρόμιο — μανδαρινάτο — αργυρολόγος — βαλλιστίτις — σφήνωσις — αγελαδοτροφία — γυάρδα — τάπα |
|||