|
почётный; ~ή φρουρά — почётный караул; ~ τίτλος — почётное звание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово почётный? — τιμητικός как с (ново)греческого переводится слово τιμητικός? — почётный — αλεξίλυπος — ήρξα — γέμιστρο — ηνίοχος — περιπετειούλα — ελληνολατρεία — σαπωνόλιθος — λαδιά — οινοβαρής — κακοκάρδισμα — αποσπερού — ξεκουραστικός — οστριαγάρμπι — μουντζουρωμένος — τοξευτής — ιχθυοπωροπώλης — ρέμβω — στριγγιός — τακτοποιώ — γαϊδουρόχορτο — δεκάεδρον |
|||