εφιστώ

формы словаβ
εφιστώ
(αόρ. επέστησα, παθ. αόρ. επεστήθην) :
          ~ την προσοχή — обращать или привлекать внимание;



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εφιστώ? —


μηνώσκόπευσηστύωστολήαιθερολόγοςβορεινόςκορδώνωενηλικότηςγούβισυρμόςακολούθωςώσηχιονοστιβάδασοβαντίζωξαφνικόςμαλακοκαύληςανοδικόςεύληπτοςπαραβάτηςακούμπισμαλεμονανθός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit