|
(αόρ. επέστησα, παθ. αόρ. επεστήθην) : ~ την προσοχή — обращать или привлекать внимание; #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εφιστώ? — — μηνώ — σκόπευση — στύω — στολή — αιθερολόγος — βορεινός — κορδώνω — ενηλικότης — γούβι — συρμός — ακολούθως — ώση — χιονοστιβάδα — σοβαντίζω — ξαφνικός — μαλακοκαύλης — ανοδικός — εύληπτος — παραβάτης — ακούμπισμα — λεμονανθός |
|||