|
ο лесоторговец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесоторговец? — ξυλέμπορος как с (ново)греческого переводится слово ξυλέμπορος? — лесоторговец — επαλλάσσομαι — κουμπάσο — ρευματισμός — ειρηνιστής — χάλκινος — κοινοβιότητα — αλμυρόπικρος — αστρατολόγητος — χαρισματικός — προσβληθείς — ορτύκι — σύρριζα — ειδικότητα — ψυχοπαιδαγωγικός — κουλούρα — άλογο — αφομοιώσιμος — χρυσαφής — στοιχειοθήκη — τυφλογράφος — πλάσιμο |
|||