|
(-ιδος) η мед. эпидидимит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпидидимит? — έπιδιδυμίτις как с (ново)греческого переводится слово έπιδιδυμίτις? — эпидидимит — άψαχνος — ξεναγητής — καντιλοσβήστρα — οικοδομημένος — ολιγοχρήματος — απωτέρω — φτώχεμα — ξεσπόριασμα — επωδός — πολίτισσα — εγγλέζικα — τοκοχρεωλύσιο — ψυχαγωγικός — αλιαετός — αγγελιοδότης — πολύφερνος — στηρίζομαι — μικροπρέπεια — μακροπροθέσμως — αποτσιπωσιά — εξαχρειώνω |
|||