|
карфагенский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карфагенский? — καρχηδονιακός как с (ново)греческого переводится слово καρχηδονιακός? — карфагенский — πάσσαλος — βαβυλώνια — παράφερνα — πρωτοτυπία — αστραποβαρεμένος — φωτόλουτρο — επίκοινος — καταιονιστήρας — ζωοτόκος — σταυροκόπι — αιμοσφαιρίνη — μεσεγγύηση — σκνίπα — ένδοθεν — ταυρομάχος — ανενεργός — σκοτειδιάζω — ακουβάριαστος — καταπατητής — πανσλαβιστής — μπουρού |
|||