|
η вереск #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вереск? — ερείκη как с (ново)греческого переводится слово ερείκη? — вереск — εδεήθην — ενδοκάρδιον — αμαξάλογο — ανελκτήρ — μυρωδάτος — γαλβανοστεγία — επτάτοξος — τζαβέττα — αναθεωρητικός — αγουρογέννητος — βηματίζω — βιομετρία — αυγινός — δρέπω — ξεναγός — επιδεικνύομαι — αστοκρατία — τραχύς — αριστερόκοσμος — φάραγγας — ρωπογράφος |
|||