|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλαιστικός? — — στόρηση — χρυσοπλουμίζω — διεκπεραιώνω — αντίδικος — ρεμπελεύω — φυλογένεια — ψίχουλο — αυτοτραυματισμός — μαξιλαροθήκη — δεκαεννεαετία — πυρίκαυστος — αψαχούλευτος — μπατίρω — δόσιμο — ασκόπευτος — κηπεύσιμος — πούντσι — γραμμάτιο — ανεμοστρόβιλας — διάρροια — ψαλιδισμένος |
|||