|
карандаш; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карандаш? — μολυβδογραφίς как с (ново)греческого переводится слово μολυβδογραφίς? — карандаш — σμίκρυνση — μεσόσκελο — μαρτύρευμα — ψώρα — χθές — συμπυκνωτής — απλώνω — οινογεύστης — επιχέω — χελωνοκαύκαλο — ανιχνεύσιμος — χαλκένδυτος — σειστής — αδηλοποίητος — εμψυχώτρια — μαλλομπάμπακος — ενωτικό — χρησμοδόχος — συλλείτουργο — ανετος — ανθέλαιον |
|||