Новогреческий словарь
πλαγιότιτλος
πλαγιότιτλ|ος
ο
боковое заглавие
(в газете)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боковое заглавие
? —
πλαγιότιτλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλαγιότιτλος
? — боковое заглавие
#
(ново)греческий словарь
—
καυχώμαι
—
οἰκίσκος
—
κιβωτιοποιός
—
μισοαποικία
—
βαλσάρω
—
άφρακτος
—
τειχοποιία
—
αβάσταχτος
—
ωθώ
—
θεόφτωχος
—
δήξη
—
απηλπισμένος
—
τουφεκισμός
—
κρατούμενος
—
αδελφώνομαι
—
ρόταρυ
—
ναυτίλλομαι
—
Έλλην
—
μαϊμουδιάρα
—
κακοσούρης
—
αγωγιμότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,