|
2-е лицо ед. ч. от είμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισαι? — — απογλυκαίνω — σωρίτης — γιαούρτη — μοσχάτος — μεγάμετρο — λιβανωτόν — ζωέμπορας — υπερθετικά — τιτλοφορούμενος — δομικός — βοσκίζω — αμυγδαλεών — ματαράς — μισοντυμένος — μάλα — ανατροχασμός — καζαμίας — σκηνή — κοιλίτσα — ανακαθαρίζω — αδελφοφάγωμα |
|||