|
η : μέ μιά μονοκοντυλιά — одним росчерком пера #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονοκοντυλιά? — — μελοδραματοποιώ — μείον — γουρλίδισσα — γελαδοβοσκός — καμακίζω — άλσος — φορά — αδικοκρένω — έμπληκτος — άτιμος — στραβοπατάω — αναρμάτωτος — τσαουλί — ανακατώνω — τσιράκι — κρυόμπλαστρο — νυκτοφυλακή — κουτσογράμματα — λαγόκαρδος — κουρεύω — αζευγάριαστος |
|||