|
ο розничный, мелкий торговец [x:trans]розничный торговец, мелкий торговец[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово розничный торговец? — λιανοπουλητής как на (ново)греческом будет слово мелкий торговец? — λιανοπουλητής как с (ново)греческого переводится слово λιανοπουλητής? — розничный торговец, мелкий торговец — μετατάρσιο — στάλαξη — αδαμαντωρυχείο — ομματοϋάλια — ψαράγκαθο — φαντός — ανθρωποκτονία — φλεγματικά — κτήτορας — αψιδοστάτης — εβραίϊσσα — αδιάτομος — ακρεοφάγος — κολοκάτσι — κατάπιομα — ναρκοβόλον — μοσχομυρωδιά — διαπυητικός — δυσεξιχνίαστος — μπόρτσι — ενεχυροδανειστής |
|||