|
το толпа мужчин; мужичьё (ирон., разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толпа мужчин? — αντρολόγι как на (ново)греческом будет слово мужичьё? — αντρολόγι как с (ново)греческого переводится слово αντρολόγι? — толпа мужчин, мужичьё — αντεπίτροπος — σιγά — σταυρόκομπος — ερωτύλος — ψεσινός — μάϊσσα — νένα — βουβάλα — μακεδόνικος — φαγγρίζω — συνεπιφέρω — επιχειρηματικός — αμπαρωμένος — μακροπόδαρος — φυσικό — γυμνασιάρχης — απλούστευση — νοτιοδυτικός — διαφορικός — ίδρωση — αγρεύσιμος |
|||