|
ο тот(__,__) кто крадёт кур #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто крадёт кур? — ορνιθοκλέπτης как с (ново)греческого переводится слово ορνιθοκλέπτης? — тот, кто крадёт кур — εμπόρισσα — στρέφομαι — αττικίζων — κυπραίϊκος — αντιβγαίνω — απαρχαιωνούμαι — χωματίζω — αναμπάρωτος — ξυλουργώ — ενιαία — σαμιαμίδι — οψώνιον — ερειπώ — κουτούλιακας — πούντσι — ασπρόκωλος — ιογενής — αποδημία — χήρα — κίρκος — ανεμοστρίφτουλας |
|||