|
рифмующийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рифмующийся? — ομοιοκατάληκτος как с (ново)греческого переводится слово ομοιοκατάληκτος? — рифмующийся — λευκόλιθος — βαμβακομέταξος — υπεραγωγός — κύμβαλο — μουσικομανία — παράτυπος — καρβοονιάρικος — ιχθυώδης — μεταπείθω — τσάρος — φύτεμα — ανήστευτος — λινόχρωμος — εμποροκαπετάνιος — διάβρεξις — υδροκέφαλος — πεσσιμιστής — ανταποκρίτρια — διαγουμισμένος — γλόμπος — σπάνω |
|||