|
(αόρ. προσεγενόμην) делаться, совершаться; ~ενομένη αδικία — совершившаяся несправедливость; ~ενομένη τιμή — оказанная (__кому-л.__) честь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делаться? — προσγίνομαι как на (ново)греческом будет слово совершаться? — προσγίνομαι как с (ново)греческого переводится слово προσγίνομαι? — делаться, совершаться — κουμάντο — ενασχόληση — αρχιεπισκοπικός — γύρισμα — καλοκαιρεύω — ανακλητικός — συνδημότης — διάγλυμμα — σφαλερός — ωτορραγία — λαρυγγοπάθεια — εμιγκρές — ερεθιστικός — περιπολικός — γεάνθρακας — μικροφυής — χεροπόδαρα — αντάμικος — μουρλαμάρα — λιθόκολλα — αυτοστιγμεί |
|||