Новогреческий словарь
λιθογλύπτης
λιθογλύπτης
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιθογλύπτης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αμερικανοκρατούμενος
—
αψινβέλαιον
—
βαρύς
—
αυτοσύστατος
—
είπερ
—
εμποροπλοίαρχος
—
απόκλειστος
—
ολόγδυμνος
—
ψευδοεπιστήμη
—
στεγαστικός
—
υπάνθρωπος
—
φελάφελ
—
κολχόζνικος
—
συμβία
—
απεικάζω
—
αφόρηγος
—
περνοδιαβαίνω
—
αμετατόπιστος
—
λουμπαρδιάρης
—
επηρεάζω
—
ημισκιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве