|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιθογλύπτης? — — διαστροφέας — επωασηκός — παρεκτρέπω — γρουξιά — μοναδολογία — χώνευση — Επτάνησα — γλυκοκοιμάω — διχοτομούσα — περιποιέμαι — τρίκροτος — λόχος — Ρωμαίος — αναμνηστήριο — ανταλλαγή — σπουδαιολογία — σύντριμμα — ψηλαφιστά — μονομανία — μεγαλοκαρχαρίας — κωπηλατώ |
|||