|
обезумевший, разгневанный, взбешённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обезумевший? — ξεφρενιασμένος как на (ново)греческом будет слово разгневанный? — ξεφρενιασμένος как на (ново)греческом будет слово взбешённый? — ξεφρενιασμένος как с (ново)греческого переводится слово ξεφρενιασμένος? — обезумевший, разгневанный, взбешённый — γιαβουκλού — τορπίλλα — σκεφτικός — ανατρέφω — εκσκάπτομαι — ακαλοπλήρωτος — ξύπασμα — πενιχρότητα — επιγραφίδα — ενοχλούμαι — χαλκοπρόσωπος — ξεθρακιάζω — αποικιοποίηση — περαίωση — αναμεμιγμένος — βρογχοσκόπιον — γειτονοχώρα — παραγωγικότητα — καρδιοχειρουργική — ολίσθηση — φιλοπρωτία |
|||