|
II τό вставка днища (в бочку) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вставка днища? — φούντωμα как с (ново)греческого переводится слово φούντωμα? — вставка днища — εμπάθεια — ενθρόνιση — ωκύπους — ξεσπιτωμένος — φραγκισκανός — σκαταδίωχτος — εξουσιοδοτημένος — πτιλώδης — βουνίσιος — σπληνίο — δηλωμένος — όφιος — συχωροχάρτι — θαμπά — μεταποιήσιμος — βασανίτης — ωοθήκη — περιχαράκωμα — οινολογία — μόνε — εξασθενίζω |
|||