|
ο вопль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вопль? — ρέκασμός как с (ново)греческого переводится слово ρέκασμός? — вопль — ψευδόχρυσος — αποκομμένος — διορθωτικά — λουκέτο — δρομομέτρηση — δεκατριετία — σταθερεύω — γλυκανεβαίνω — ντιλετταντισμός — εξαγωγεύς — παλαιογραφικός — ευκάλυπτος — παρακλαδεύω — καλώδιο — ραγισματιά — συρτοθηλειά — επαναφορέας — πότε — ξυλοδεσιά — αναλγητικός — μουχλός |
|||