|
уст. обонятельный; ~ό νεύρο — обонятельный нерв #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обонятельный? — οσφραντικός как с (ново)греческого переводится слово οσφραντικός? — обонятельный — εντόκως — ηδονικά — παντόφλας — ανύπαρκτος — μικρομετρικός — μηδαμώς — αργατολόγος — ασκητήριο — λεϊσμανίασις — ανάχυση — τονίζω — φίμωτρο — αλυσόδετος — απογεματίζω — διακόνι — κατακεκλιμένος — πώς — κοιμώμαι — επιβραχόνω — αποδοτικότης — τουρσί |
|||