|
ο светило (тж. перен.); светоч; ~ τού πολιτισμού — светоч культуры; === είναι ~ στή δουλιά του — [phrase]он на все руки мастер[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светило? — φωστήρας как на (ново)греческом будет слово светоч? — φωστήρας как с (ново)греческого переводится слово φωστήρας? — светило, светоч — μικροχτηματίας — αβλεπής — κυβόλεξο — ανασυντεταγμένος — ανήλθον — ξαποστέλνω — παγκάρπιο — αρρητίνωτος — μαρουλάκι — τονικός — σιδηρούς — ένταξη — χιλωτήρ — μπαγδατίζω — σωσίβιο — ακυρώσιμος — μαυρομαμούνα — προγραμματισμα — διπλοεγγεγραμμένος — φκιασιδού — ζείδωρος |
|||