|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναρίγισμα? — — ανατοκισμός — σκάνδαλο — μισαποθαμμένος — απολεπτύνομαι — παρωχημένος — πιτυρήθρα — χαυνώνω — τριβελλίζω — αισθηματολογία — επικράτεια — αυτοσυστήνομαι — παιδαγώγηση — σφυράκι — δάνειο — προκατακλυσμιαίος — απόθετος — ξενία — οιακιστής — σπανακόρυζο — δικαιούμαι — αφόρητος |
|||