|
явный, очевидный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово явный? — πασιφανής как на (ново)греческом будет слово очевидный? — πασιφανής как с (ново)греческого переводится слово πασιφανής? — явный, очевидный — εφοπλιστικός — ξύγκι — γκάλοπ — επιμήθεια — θαμνοσκεπής — αντιποιητικός — μαμμά — πασσάλωση — κοινολεκτικός — γεννητουροποιητικός — επιζήμιος — τουλούμιασμα — σκαπουλαίρνω — δρομαίος — ασταχοφόρος — ευόδωση — διμεταλλισμός — οικοκύρης — χαμηλούτσικος — επίξεσις — διαφιλονείκία |
|||